- ορμίσκος
- anse
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὁρμίσκος — small necklace masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμίσκος — (I) ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)] 1. μικρό περιδέραιο 2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι. (II) ο μικρός όρμος, λιμανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
ὁρμίσκοι — ὁρμίσκος small necklace masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμίσκοις — ὁρμίσκος small necklace masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμίσκον — ὁρμίσκος small necklace masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμίσκου — ὁρμίσκος small necklace masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμίσκους — ὁρμίσκος small necklace masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμίσκων — ὁρμίσκος small necklace masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμίσκῳ — ὁρμίσκος small necklace masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek